καταμωκώμαι

καταμωκώμαι
καταμωκῶμαι, -άομαι (Α)
χλευάζω κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῡ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μυκῶμαι «χλευάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταμωκῶμαι — καταμωκάομαι mock at pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταμωκάομαι mock at pres ind mp 1st sg καταμωκάομαι mock at pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) καταμωκάομαι mock at pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταμωκάομαι mock at …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμωκεύω — (Α) καταμωκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μωκεύω «χλευάζω, περιπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταμώκημα — καταμώκημα, τὸ (Α) [καταμωκώμαι] καταμώκησις* …   Dictionary of Greek

  • καταμώκησις — καταμώκησις, ἡ (Α) [καταμωκώμαι] χλευασμός, εμπαιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”